πολυμάκαρ

πολυμάκαρ
-αρος, -ό, ἡ, Μ
ο πολύ μακάριος, πολύ ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μάκαρ, -αρος, «ευτυχής» (πρβλ. παμ-μάκαρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυμάκαρες — πολύμακαρ most blissful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμάκαρος — πολύμακαρ most blissful masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”